ῥυάχετος

ῥυάχετος
ῥύαξ, ῥυάχετος
See also: s. ῥέω.
Page in Frisk: 2,663

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρυάχετος — ὁ, Α θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα αχ και επίθημα ετός (πρβλ. συρφ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • ῥυάχετον — ῥυάχετος unstable crowd masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”